- ἀπόλυσα
- ἀπόλῡσα , ἀπολύωdestroy utterlyaor ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απολύω — απολύω, απέλυσα (σπάν. απόλυσα) βλ. πίν. 5 Σημειώσεις: απολύω : (με αόριστο απόλυσα) έχει και τη σημασία (για εκκλησιαστική ακολουθία) τελειώνω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής